παραγέρασμα

παραγέρασμα
το [παραγεράζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραγεράζω, το να περνά κανείς σε βαθιά γεράματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”